Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μέσα στη σιωπή της Εκκλησίας και τη βαθιά κατάνυξη των πιστών, ακούγεται ένας ύμνος που ραγίζει καρδιές: «Ω γλυκύ μου έαρ». Δεν είναι απλώς ένα τροπάριο· είναι ένα μοιρολόι, μια ανθρώπινη κραυγή πόνου και αγάπης προς τον Εσταυρωμένο Χριστό, που εκείνη τη στιγμή, δεν φαντάζει ως Θεός παντοδύναμος, αλλά ως παιδί, ως γιος, ως άνθρωπος που υποφέρει.
Ο ύμνος αποδίδεται στον Ιερό Δαμασκηνό Στουδίτη και ανήκει στα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου. Η φράση «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον» δεν προέρχεται από κάποια διδασκαλία, αλλά από την καρδιά μιας μάνας. Της Παναγίας. Μια μάνα που κρατά στα χέρια της το άψυχο σώμα του παιδιού της. Ο ύμνος μεταφέρει αυτό ακριβώς το συναίσθημα — τον απόλυτο πόνο της μητρικής απώλειας.
Αυτή είναι η αληθινή σημασία του: η ανθρώπινη πλευρά της Θεότητας. Ο Χριστός, που θυσιάστηκε για τον κόσμο, δεν έπαψε ποτέ να είναι και παιδί της Παναγίας. Και εκείνη, δεν παύει να είναι μάνα. Μια μάνα που δεν θρηνεί μόνο για τον Γιο της, αλλά για όλα τα παιδιά του κόσμου που χάνονται. Για κάθε αδικία, για κάθε σταυρό που σηκώνει ο άνθρωπος.
Ο όρος «γλυκύ έαρ», δηλαδή «γλυκιά άνοιξη», δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Είναι η εποχή της ζωής, της ελπίδας, της αναγέννησης. Κι όμως, αυτή η άνοιξη τώρα πεθαίνει. Η ζωή θυσιάζεται, για να δοθεί αιώνια ζωή σε όλους. Η Παναγία μιλά ως άνθρωπος, ο πόνος της γίνεται δικός μας, και μέσα από τη δική της αγκαλιά, όλοι αγκαλιάζουμε τη θλίψη και τη λύτρωση ταυτόχρονα.
Ο ύμνος δεν είναι θεολογικός μόνο, αλλά βαθιά ανθρώπινος. Είναι υπενθύμιση πως ο πόνος, όσο βαθύς κι αν είναι, δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Μέσα από τον Επιτάφιο Θρήνο, έρχεται το μήνυμα της Ανάστασης. Ο θρήνος θα γίνει φως. Η άνοιξη θα επιστρέψει. Η ζωή θα νικήσει τον θάνατο.
Και τότε, το «Ω γλυκύ μου έαρ» θα γίνει ύμνος ελπίδας, όχι μόνο για μια μάνα, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
