Συνέντευξη του π. Χρήστου Κατσούλη με τον Χρήστο Παπασωτηρίου, ο οποίος είναι μάχιμος δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, δραστηριοποιούμενος σε υποθέσεις αστικού, δημοσίου και διεθνούς δικαίου.
Ἐπειδὴ ὑπάρχει μία σχετικὴ σύγχυση στὸν κόσμο ὡς πρὸς τὸ ἂν ὁ προσωπικὸς ἀριθμὸς εἶναι κάτι ἄλλο ἐν σχέσει μὲ τὴν ταὐτότητα, ἡ πρώτη ἐρώτηση τὴν ὁποία θὰ ἤθελα νὰ σᾶς θέσω εἶναι: Ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ καὶ ταὐτότητος;
Δεδομένου ὅτι γιὰ τὶς συναλλαγὲς μας μὲ τὸ κράτος καὶ πρὸς ἀπόδειξη τῆς ταὐτοπροσωπίας μας ἔχουμε τὴν σημερινὴ χάρτινη ταὐτότητα, εἶναι πράγματι πολὺ λογικὸ νὰ ἔχει προκληθεῖ σύγχυση στοὺς πολῖτες ἐν σχέσει μὲ τὴν ὕπαρξη καὶ τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ, καθότι ὁ
ἀριθμὸς αὐτὸς σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 1 τοῦ σχετικοῦ προεδρικοῦ διατάγματος 40/2025 «ἀποτελεῖ τὸ ὑποχρεωτικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῆς ταὐτότητας τῶν φυσικῶν προσώπων στὶς συναλλαγές τους μὲ τοὺς φορεῖς τοῦ δημοσίου τομέα». Μὲ τὸ ἐν λόγῳ διάταγμα τίθεται ἕνα ἄλλο ὑποχρεωτικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ταὐτότητος τοῦ πολίτη κατὰ τὶς συναλλαγές του μὲ τὶς Ὑπηρεσίες καὶ τοὺς φορεῖς τοῦ δημοσίου, δηλαδὴ ὁ συγκεκριμένος προσωπικὸς ἀριθμός, ὁ ὁποῖος ὅμως θὰ περιλαμβάνεται καὶ στὴν νέου τύπου, τὴν ἠλεκτρονικὴ δηλαδή ταὐτότητα, τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας ρυθμίζει ἄλλη ὑπουργικὴ ἀπόφαση.
Δηλαδὴ συνδέεται ὁ προσωπικὸς ἀριθμὸς μὲ τὴν νέα ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα, τὴν ὁποίαν προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλλει ἡ κυβέρνηση στοὺς Ἕλληνες;
Ἡ διασύνδεση τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ μὲ τὴν ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα εἶναι ἄμεση καὶ γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλὲς ἀρκεῖ νὰ ἐπισημάνουμε τὴν εἰδικὴ ἀπόφαση τῶν ὑπουργῶν ἐθνικῆς οἰκονομίας, προστασίας τοῦ πολίτη καὶ ψηφιακῆς διακυβερνήσεως (ὑπ’ ἀριθμὸν 14960ΕΞ2025) μὲ τὴν ὁποία ρυθμίζεται ἀκριβῶς ὁ «τρόπος ἀναγραφῆς καὶ ἀποθήκευσης τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ στὸ δελτίο ταὐτότητας Ἑλλήνων πολιτῶν». Ἤδη στὸ προοίμιο τῆς ἐν λόγῳ κοινῆς ὑπουργικῆς ἀποφάσεως (ΚΥΑ) διευκρινίζεται ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση «θεσπίζεται νέα διοικητικὴ διαδικασία μὲ ἐπίσημο τίτλο ‘ἀντικατάσταση δελτίου ταὐτότητας λόγῳ ἐνσωμάτωσης προσωπικοῦ ἀριθμοῦ’». Ἐπίσης στὸ ἄρθρο 1 τῆς ἰδίας ΚΥΑ ὁρίζεται ρητῶς ὅτι ἀντικείμενό της, μεταξὺ ἄλλων, «ἀποτελεῖ ἡ ρύθμιση τοῦ τρόπου ἀναγραφῆς τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ στὸ δελτίο ταὐτότητας τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν καὶ τῆς ἀποθήκευσής του στὸ ἐνσωματωμένο σ’ αὐτὸ ἠλεκτρονικὸ μέσο ἀποθήκευσης, καθὼς καὶ τῶν εἰδικοτέρων ζητημάτων σχετικὰ μὲ τὴν ἄντληση τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ ἀπὸ τὸ Μητρῶο Προσωπικοῦ Ἀριθμοῦ τῆς Γενικῆς Γραμματείας Πληροφοριακῶν Συστημάτων καὶ Ψηφιακῆς Διακυβέρνησης τοῦ Ὑπουργείου Ψηφιακῆς Διακυβέρνησης». Ἑπομένως, ἀφοῦ ὁ προσωπικὸς ἀριθμὸς θεσπίζεται ὡς ὑποχρεωτικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῆς ταὐτότητος καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἐνσωμάτωσή του στὸ ἠλεκτρονικὸ μέσο τῆς νέας ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος ἀποτελεῖ αἰτία γιὰ τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἀστυνομικῆς ταὐτότητος, δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἄμεση σχέση τοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ μὲ τὴν νέα ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα καὶ δὴ ὡς βασικοῦ της στοιχείου καὶ ὅρου, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, δὲν νοεῖται ἡ ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα χωρὶς τὸν προσωπικὸ ἀριθμό.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ προσωπικὸς ἀριθμὸς καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα ταὐτίζονται ἐννοιολογικῶς μὲ τὸν ἑνιαῖο κωδικὸ ἀριθμὸ μητρώου, τὸν περιβόητο «ΕΚΑΜ», ποὺ προέβλεπε ὁ νόμος Κουτσόγιωργα ὡς βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀστυνομικῆς ταὐτότητος;
Ὁ «ΕΚΑΜ», ποὺ κατὰ τὶς σχετικὲς διατάξεις προεβλέπετο νὰ τεθεῖ σὲ μαγνητικὴ ταινία ἐπὶ πλαστικοῦ ὑποβάθρου (δίκην πιστωτικῆς κάρτας) στὴν ἀστυνομικὴ ταὐτότητα, ἀποτελεῖ ἀναμφιβόλως προδρομικὸ σύστημα ἐν σχέσει μὲ τὸν νῦν προσωπικὸ ἀριθμό, τὴν ἠλεκτρονικὴ
ταὐτότητα καὶ τὸ ἠλεκτρονικό της μέσο ἀποθηκεύσεως δεδομένων. Ἀξίζει νὰ ὑπομνησθεῖ ὅτι τὸ ζήτημα τῶν ἀστυνομικῶν ταὐτοτήτων καὶ ἡ προσπάθεια τῶν κυβερνήσεων νὰ θέσουν μέσῳ τῶν ταὐτοτήτων ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους τὰ προσωπικὰ καὶ δὴ βιομετρικὰ δεδομένα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν ἔχει μία μακρὰ προϊστορία, ὅπως ὅμως καὶ ὁ συναφὴς ἀξιοθαύμαστος ἐντατικὸς ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων, ποὺ χρονολογεῖται ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους 1986, ὅταν θεσπίσθηκαν οἱ διατάξεις περὶ «Ε.Κ.Α.Μ» τοῦ ἀλήστου μνήμης νόμου 1599/1986, ἐπὶ ὑπουργίας Μένιου Κουτσόγιωργα. Τότε λοιπὸν σημειώθηκαν ἔντονες διαμαρτυρίες καὶ συγκεντρώσεις τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖες τελεσφόρησαν καὶ ὁ νόμος ἔμεινε μόνον στὰ χαρτιὰ χωρὶς νὰ καταστεῖ ποτὲ δυνατὴ ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή του, περιέπεσε δηλαδὴ σὲ καθεστὼς ἀνενέργειας καὶ ἦταν μία νομικὴ κατάκτηση τοῦ λαοῦ μας. Ἀργότερα οἱ σχετικὲς περὶ ΕΚΑΜ διατάξεις καταργήθηκαν καὶ ῥητῶς διὰ τοῦ νόμου 1988/1991. Ὡς ἐκ τούτου, καμμία κυβέρνηση δὲν νομιμοποιεῖται νὰ τὶς ἐπαναφέρει δριμύτερες διὰ τῆς παρεισαγωγῆς στὴν νομοθεσία ἑνὸς ἀναλόγου ἀριθμοῦ μητρώου καὶ ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος καὶ καταστρατηγῶντας ἐν τοῖς πράγμασιν τόσο τὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ νόμου 1988/1991, τὸν ὁποῖον ψήφισε ἡ βουλή, διὰ τοῦ ὁποίου καταργήθηκαν ρητῶς οἱ διατάξεις περὶ ΕΚΑΜ, ὅσο καὶ τὸ συναφὲς νομικὸ κεκτημένο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Πολλῶ δὲ μᾶλλον ἐπειδὴ οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὴν χρήση τῶν νέων ἠλεκτρονικῶν τεχνολογιῶν εἶναι πολὺ μεγαλύτεροι σήμερα ἐκ τῆς ραγδαίας τους ἀναπτύξεως ἀπ’ ὅ, τι κατὰ τὸν χρόνο θεσπίσεως τοῦ «ΕΚΑΜ» διὰ τοῦ νόμου 1599/1986, τότε δηλαδὴ ποὺ ἡ ἠλεκτρονικὴ τεχνολογία ἦταν ἀκόμη στὰ «σπάργανα».
Δηλαδὴ ὁ σκοπὸς τῆς βουλῆς ποὺ ψήφισε τὸν νόμο 1988/1991, μὲ τὸν ὁποῖο κατήργησε τὶς διατάξεις περὶ ΕΚΑΜ ἦταν νὰ προστατεύσει τοὺς πολῖτες ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ συλλογὴ τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων;
Ἀκριβῶς. Τοῦτο διατυπώνεται ρητῶς στὴν εἰσηγητικὴ ἔκθεση τοῦ συγκεκριμένου νόμου 1988/1991, διὰ τῆς ὁποίας ὁ νομοθέτης ἀνεγνώρισε τὸ γεγονός ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς εἶχαν ἤδη καταστεῖ ἀνενεργεῖς καὶ συγκεκριμένα ὅτι ὁ ἠλεκτρονικός τρόπος ταὐτοποιήσεως τῶν πολιτῶν προσέκρουσε στὴν καθολικὴ ἀντίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐνῷ συνάμα ἐπεσήμανε καὶ κατέγραψε τὴν ἀνάγκη προστασίας τῶν πολιτῶν ἀπὸ τὴν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων μὲ ἠλεκτρονικὰ μέσα, περίπτωση ποὺ σαφῶς ἀνεγνώρισε ὡς ἀντίθετη τόσο στὴν δική του βούληση (τοῦ νομοθέτη), ὅσο πρωτίστως στὴν κυρίαρχη θέληση τῶν Ἑλλήνων. Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλὲς παρατίθεται τὸ σχετικὸ χωρίο τῆς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως τοῦ Νόμου 1988/1991, ἔχον ὡς ἑξῆς: “Οἱ ἀνωτέρω διατάξεις, ἄν καί παρῆλθε πενταετία ἀπό τήν ψήφισή τους, δέν ἔγινε δυνατό νά ἐφαρμοστοῦν, γεγονός πού ὀφείλεται τόσο στό ὅτι ἐμφανίσθηκαν στήν πρακτική ἀρκετές σοβαρές δυσκολίες, ὅσο καί στό ὅτι ὑπῆρξε καθολική, σχεδόν, λαϊκή ἀντίδραση στόν ἑνιαῖο κωδικό ἀριθμό μητρῴου πού καθιερώθηκε. Ἐπί πλέον καί προκειμένου νά προστατευθοῦν οἱ Ἕλληνες πολίτες ἀπό τήν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐπεξεργασία προσωπικῶν τους στοιχείων μέ ἠλεκτρονικά μέσα, καταργεῖται ὁ ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός μητρῴου (Ε.Κ.Α.Μ.).
Άρθρο 6. Μέ τό ἄρθρο αὐτό καταργοῦνται τά ἄρθρα 2 καί 5 τοῦ Ν. 1599/1986, πού ἀναφέρονται στόν ἑνιαῖο κωδικό ἀριθμό μητρῴου (Ε.Κ.Α.Μ.), πού τόσες ἀμφισβητήσεις καί πλῆθος ἐπικρίσεων προκάλεσε”. Συνεπῶς, τὸ μεῖζον νομικό, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο ἀναποφεύκτως ἐγείρεται ἐκ τῆς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως τοῦ ὡς ἄνω Νόμου 1988/1991 καὶ ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ὡς ἄνω εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ καὶ τῆς συναφοῦς ἐσωτερικῆς νομοθεσίας πού, παρὰ τὴν κήρυξή του ὡς ἀνισχύρου, προάγει ἐμμέσως τὴν ἐφαρμογὴ τῶν προνοιῶν του δίκην ‘τετελεσμένων’ γεγονότων καὶ ἀποτελεσμάτων, συνίσταται στὸ ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ὁ Ἕλληνας νομοθέτης ὑπὸ τὴν πίεση τῆς πάνδημης κατακραυγῆς καὶ διαμαρτυρίας θέλησε καὶ ἀπεφάσισε νὰ προστατεύσει τοὺς Ἕλληνες πολίτες ἀπὸ τὴν
ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων καὶ ἀπὸ τὰ ἀληθῶς “πρωτόγονα” ἠλεκτρονικὰ μέσα τοῦ 1986, ὅταν εἶχαν θεσπισθεῖ οἱ συναφεῖς διατάξεις τοῦ νόμου 1599/1986, τὶς ὁποῖες καὶ ἐπὶ τούτου κατήργησε μὲ τὸν νόμο 1988/1991, πόσον ἀκόμη ἐντονώτερη τυγχάνει ἡ ἀνάγκη ἐπιδιώξεως τοῦ ἰδίου νομίμου σκοποῦ γιὰ τὴν προστασία τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων σήμερα, 39 ἔτη μετὰ τὸν νόμο 1599/1986, ὁπότε ἡ ἠλεκτρονικὴ τεχνολογία παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ραγδαία καὶ ἐντυπωσιακή, διαρκὴ ἐξέλιξη;
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ διατάξεις περὶ «ΕΚΑΜ» ἔχουν καταργηθεῖ ρητῶς διὰ Νόμου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιμένει ἡ κυβέρνηση νὰ ἐπιβάλει μὲ τὸ έτσι θέλω τὴν ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα καὶ τὸν προσωπικὸ ἀριθμό; Μήπως ὑπάρχει καμμία ὑποχρέωση τῆς Ἑλλάδος ἔναντι τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης;
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς ὁμόφωνης ἀποφάσεως τῆς 21ης Μαρτίου 2024 τοῦ Τμήματος εὐρείας συνθέσεως τοῦ Δικαστηρίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (ECLI:EU:C:2024-251), διὰ τῆς ὁποίας κηρύχθηκε ἀνίσχυρος ὁ συναφὴς μὲ τὶς ταὐτότητες ἑνωσιακὸς κανονισμὸς ὑπ’ ἀριθμὸν 2019/1157 τῆς 20ῆς -6-2019, οὐδεμία ὑφίσταται ὑποχρέωση τοῦ κράτους ἔναντι τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.
Οἱ ὑφιστάμενες διατάξεις τῆς ἐθνικῆς νομοθεσίας ταὐτίζονται ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου μὲ τὸν ἀνίσχυρο αὐτὸν εὐρωπαϊκὸ κανονισμὸ καὶ ἂν ναί, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀντιβαίνει ἐν τέλει στὸ Σύνταγμά μας καὶ στὶς καταστατικὲς συνθῆκες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης;
Σύμφωνα μὲ αὐτὸν τὸν νομικῶς ἀνίσχυρο πλέον εὐρωπαϊκὸ κανονισμό, τὶς κυριώτερες πρόνοιες τοῦ ὁποίου δυστυχῶς ἐπιβάλλουν ἐκ τῶν πραγμάτων συναφεῖς ἐσωτερικὲς διατάξεις καὶ ἀποφάσεις, ποὺ συνεκδοχικὰ θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ἐξ ἴσου ἀνίσχυρες, οἱ ἠλεκτρονικὲς ταὐτότητες φέρουν ἠλεκτρονικὸ μέσο ἀποθηκεύσεως ὑψηλῆς ἀσφαλείας, τὸ ὁποῖο προβλέπεται παρανόμως ὅτι πρέπει νὰ περιέχει βιομετρικὰ προσωπικὰ δεδομένα συνιστάμενα στὰ δακτυλικὰ ἀποτυπώματα καὶ στὴν ψηφιακὴ φωτογραφία τοῦ προσώπου τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου ταυτότητος.
Γιὰ ποιὸ λόγο εἶναι παράνομη ἡ λήψη καὶ ἐπεξεργασία αὐτῶν τῶν βιομετρικῶν δεδομένων;
Ἐν πρώτοις, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ παρατηρήσει μὲ κατάπληξη ὁ μέσος πολίτηςὅτι, ἐνῶ τὸ κράτος κόπτεται γιὰ τὴν πρόοδο καὶ δὴ γιὰ τὸν ἐπαγγελλόμενο «ψηφιακὸ μετασχηματισμό», ἐν τούτοις ἀπαιτεῖ τὴν ἠλεκτρονικὴ λήψη δακτυλικῶν ἀποτυπωμάτων γιὰ τὴν ταὐτοποίηση τῶν πολιτῶν, τὰ ὁποῖα ὅμως, ἐκτὸς τοῦ ὅτι τυγχάνουν ἀπαγορευμένα γιὰ λόγους ταὐτοποιήσεως βιομετρικὰ δεδομένα, ὅπερ ἐπισημαίνεται καὶ σὲ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἀνεξάρτητης Ἀρχῆς Προσωπικῶν Δεδομένων, ἔχουν καταργηθεῖ καὶ ἀπὸ δεκαετιῶν σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο καὶ λαμβάνονται πλέον μόνον γιὰ τὴν σήμανση κακοποιῶν. Διερωτῶμαι πῶς μπορεῖ τοῦτο νὰ θεωρεῖται ‘πρόοδος’ καὶ ὄχι ὀπισθοδρόμηση καὶ μάλιστα ὁλοκληρωτικοῦ χαρακτῆρος. Ἐπειδή, ἄλλωστε, τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτετε ἀφορᾶ στὴν πεμπτουσία τοῦ νομικοῦ προβλήματος, εἶναι ἀνάγκη νὰ δοθεῖ μία ὅσο τὸ δυνατὸν πλήρης ἀπάντηση, ἀπὸ ἀπόψεως ἰσχύοντος δικαίου. Κατ’ ἀρχήν, ἡ συλλογή, ἡ ἐπεξεργασία καὶ ἡ ἀποθήκευση προσωπικῶν καὶ δὴ βιομετρικῶν δεδομένων ἐπ’ οὐδενὶ νομιμοποιεῖται ἄνευ τῆς ῥητῆς προηγουμένης συναινέσεως τοῦ πολίτη, ποὺ εἶναι θεμελιῶδες συνταγματικό του δικαίωμα σύμφωνα μὲ τὰ ἄρθρα 9Α τοῦ Συντάγματος, 8 παρ. 1 καὶ 2 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (ΧΘΔΕΕ), 16 τῆς Συνθήκης περὶ Λειτουργίας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (ΣΛΕΕ) καὶ 9 παρ. 1 καὶ 2α ́ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ 2016/679 περὶ προστασίας ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρος. Ἡ σχετικὴ διάταξη τοῦ Συντάγματος, ἀλλὰ καὶ ἡ νομοθεσία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, εἶναι πολὺ σαφὴς καὶ αὐστηρὴ ὡς πρὸς τὸ συγκεκριμένο θέμα καὶ δὲν συγχωρεῖ παιγνίδια μὲ τὰ βιομετρικὰ προσωπικὰ δεδομένα τῶν Ἑλλήνων καὶ Εὐρωπαίων πολιτῶν καὶ μάλιστα εἰδικῶς ὡς πρὸς τὴν ταὐτοποίησή τους κατὰ τὶς διάφορες συναλλαγές τους. Γιὰ νὰ καταστεῖ ἄμεσα ἀντιληπτὸ τὸ νόμιμο αὐτὸ δικαίωμα τῶν πολιτῶν, ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παραθέσω τὸ κείμενο τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1 τοῦ ἑνωσιακοῦ κανονισμοῦ 2019/679 περὶ προστασίας προσωπικῶν δεδομένων, τὸ ὁποῖο αὐτολεξεὶ ἐπιτάσσει ὅτι: «Ἀπαγορεύεται ἡ ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴ φυλετικὴ ἢ ἐθνοτικὴ καταγωγή, τὰ πολιτικὰ φρονήματα, τὶς θρησκευτικὲς ἢ φιλοσοφικὲς πεποιθήσεις ἢ τὴ συμμετοχὴ σὲ συνδικαλιστικὴ ὀργάνωση, καθὼς καὶ ἡ ἐπεξεργασία γενετικῶν δεδομένων, βιομετρικῶν δεδομένων μὲ σκοπὸ τὴν ἀδιαμφισβήτητη
ταυτοποίηση προσώπου (...)».
Συνεπῶς, ἡ παρατηρουμένη χαρακτηριστικὴ ἐμμονὴ διαφόρων κυβερνητικῶν παραγόντων γιὰ τὴν λήψη βιομετρικῶν δεδομένων προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθοῦν σὲ δελτίο ταὐτότητος, κατ’ ἔμμεση μάλιστα (δι’ ἐσωτερικῶν πλέον διατάξεων) ἐπιβολὴ τῶν ἀποτελεσμάτων ἑνὸς ἑνωσιακοῦ κανονισμοῦ ποὺ ἔχει κηρυχθεῖ ἀνίσχυρος δι’ ὁμοφώνου μάλιστα ἀποφάσεως τοῦ Τμήματος εὐρείας συνθέσεως τοῦ Δικαστηρίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἀντιβαίνει εὐθέως στὶς συνταγματικὲς ἀρχὲς τῆς νομιμότητος καὶ τοῦ κράτους δικαίου, συνεπάγεται δὲ τὴν πρόκληση τετελεσμένων γεγονότων καὶ δὴ τὴν κατάλυση θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ κατὰ τὰ προμνησθέντα ἄρθρα 9Α τοῦ Συντάγματος, 8 παρ. 1 καὶ 2 ΧΘΔΕΕ, 16 ΣΛΕΕ καὶ 9 παρ. 1 καὶ 2α ́ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ 2016/679 (περὶ προστασίας ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας προσωπικῶν δεδομένων) δικαίωμα προστασίας ἀπὸ τὴν ἐπεξεργασία τῶν βιομετρικῶν δεδομένων μὲ σκοπὸ ἀκριβῶς τὴν ἀδιαμφισβήτητη ταὐτοποίηση τῶν πολιτῶν, καθὼς καὶ τὸ συναφὲς δικαίωμά τους γιὰ τὴν ἄρνηση παροχῆς συναινέσεως στὴν λήψη καὶ ἐπεξεργασία τῶν βιομετρικῶν τους δεδομένων.
Βέβαια, ἐκτὸς τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων ἐν σχέσει μὲ τὰ βιομετρικά τους δεδομένα, οἱ πολῖτες στὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἐπισημάνατε, ἀντέδρασαν μαζικὰ γιὰ λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως κατὰ τῶν ἠλεκτρονικῶν ταὐτοτήτων καὶ κατὰ τοῦ νόμου Κουτσόγιωργα ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θεσπίσθηκε. Τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο καὶ συγκεκριμένα τὸ 1987, ὁ Ἅγιος Παΐσιος μᾶς προειδοποίησε ξεκάθαρα μὲ τὸ ἰδιόχειρο κείμενό του ποὺ τιτλοφορεῖται μὲ τὸν τίτλο «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» ὅτι ἡ ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα εἶναι πτώση καὶ ἄρνηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴν προκειμένη περίπτωση αὐτὸ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τῶν Ἑλλήνων δὲν προστατεύεται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ ἀπὸ τὴν νομοθεσία περὶ θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης; Μπορεῖ ἡ κυβέρνηση νὰ παραγνωρίζει καὶ να ποδοπατεῖ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τοῦ λαοῦ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ συγκεκριμένο θέμα;
Ὅταν, φερ’ εἰπεῖν, ἕνας νόμος ἢ κανονισμός, ποὺ θεσπίζεται εἴτε σὲ ἐθνικὸ εἴτε σὲ ἑνωσιακὸ ἐπίπεδο, θίγει βασικοὺς κανόνες ὁρισμένης θρησκείας ἐπιτάσσοντας ὑποχρεώσεις, οἱ ὁποῖες τυγχάνουν ἀσύμβατες πρός τούς κανόνες τῆς θρησκείας αὐτῆς, δύναται ἀναμφιβόλως νὰ
προκαλέσει στοὺς πιστούς τῆς ἐν λόγῳ θρησκείας δίλημμα θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἐντελῶς ἀσυμβίβαστο πρὸς τὶς ἀντίστοιχες διατάξεις εἴτε τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ συνταγματικὰ ἄρθρα 2 παρ. 1 καὶ 5 παρ. 1 περὶ σεβασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας καὶ προσωπικότητος, ἐὰν ἡ προσβολὴ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ νομοθεσία εἴτε τῶν ἀντιστοίχων ἄρθρων 10 καὶ 1 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων τῆς Ἑνώσεως, ἐὰν τὸ συνειδησιακὸ δίλημμα καὶ ἡ προσβολὴ προέρχεται ἀπὸ κανονισμὸ (ἢ οἱανδήποτε ἄλλην πράξη) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ἐπὶ ἑνωσιακοῦ κανονισμοῦ, οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ συνειδήσεως, αὐτοτελῶς ἰσχύουσες, ἀλλὰ καὶ ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν περὶ ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας διάταξη τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ αὐτοῦ Χάρτου Δικαιωμάτων καταλύουν τὸ συγκεκριμένο δίλημμα, διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐπιβάλλουν τὸ ἀπαραβίαστον τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἐπιτρέπουν στοὺς πολίτες τὴν ἐπίκληση ἀντιρρήσεων διὰ λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, μηδόλως συγχωρουμένης ἐπ’ αὐτῶν τῆς ἐφαρμογῆς παντὸς προσβάλλοντος τὴν θρησκευτική τους συνείδηση κανόνος τοῦ παραγώγου ἑνωσιακοῦ δικαίου. Τίθεται ἑπομένως, ἐν προκειμένῳ, τὸ ζήτημα ἂν οἱ σχετικὲς ἐθνικὲς διατάξεις, ἀλλὰ καὶ ὁ συναφὴς (ἀνίσχυρος κηρυχθεὶς) εὐρωπαϊκὸς κανονισμός, ρυθμίζοντας τὰ στοιχεῖα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ νέου τύπου τῶν ταὐτοτήτων καὶ δὴ τὸ προβλεπόμενο σ’ αὐτὲς ἠλεκτρονικὸ μέσο ἀποθηκεύσεως, δύναται νὰ θίξει τὴν θρησκευτική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων χριστιανῶν κατὰ παράβασιν τῶν ἄρθρων 1 καὶ 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων. Στὴν προκειμένη περίπτωση, τὸ περιεχόμενο τοῦ συνειδησιακοῦ διλήμματος, τὸ ὁποῖο καταγγέλλουν οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἐκ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς νέας ἠλεκτρονικῆς ἀστυνομικῆς ταὐτότητος, καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἄμεση καὶ προφανὴ σύγκρουσή της πρὸς τὶς συναφεῖς μὲ τὸ θέμα διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τὶς ὁποῖες ἐπισημάνατε, σχετικῶς μὲ τὸ ὅτι ἡ λήψη τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος συνιστᾷ ἄρνηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ιησοῦ Χριστοῦ, πτώση καὶ ἀποστασία, ποὺ ἄγει στὴν ἀπώλεια τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
Ἀναμφιβόλως, ὁ Ἅγιος Παΐσιος συνέβαλε καίρια καὶ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μόλις ἀνέκυψε τὸ πρόβλημα, στὴν διαμόρφωση τῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος καὶ στὴν σχετικὴ πνευματική τους προπαρασκευή, ἐξηγῶντας μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμα ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὶ ἐστὶ ἡ νέα αὐτή, ἠλεκτρονική ταυτότητα, οἱ προσπάθειες ἐπιβολῆς τῆς ὁποίας στὸν χριστεπῴνυμο ἑλληνικὸ λαό, σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο, χρονολογοῦνται, κατὰ τὰ προεκτεθέντα, ἀπὸ τοῦ ἔτους 1986, διὰ τῆς θεσπίσεως τῶν συναφῶν διατάξεων τοῦ νόμου 1599/1986 καὶ ἐξικνοῦνται πλέον ἕως τοῦ νῦν ἀνισχύρου κηρυχθέντος εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ καὶ συναφῶν ἐθνικῶν διατάξεων ποὺ θίγουν σαφῶς βασικὴ πτυχὴ τῆς χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων (ἀμέσως σχετιζομένη πρὸς τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς), ἡ ὁποία ἐν τούτοις, συνιστῷσα ἀναπόσπαστο καὶ θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καὶ ἀξιοπρέπειας, τυγχάνει παντελῶς ἀπαραβίαστη ἐκ μέρους τοῦ κράτους καὶ τῶν ὀργάνων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως δυνάμει τῶν ἄρθρων 2, 5 καὶ 13 τοῦ Συντάγματος καὶ 1 καὶ 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων. Κατὰ συνέπειαν, οἱ συναφεῖς ἐθνικὲς κανονιστικὲς πράξεις καὶ ὁ ἀνίσχυρος πλέον κηρυχθεὶς ἑνωσιακὸς κανονισμός, διὰ τῶν ὁποίων στανικῶς καὶ καταναγκαστικῶς ἐπιτάσσονται οἱ πολῖτες νὰ λάβουν τὴν νέα αὐτὴν ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα ἀντικαθιστῶντας συνάμα τὶς νῦν ἰσχύουσες ἔγχαρτες ἀστυνομικὲς τοιαύτες, σαφῶς θίγουν τὴν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἐπὶ τοῦ ὡς ἄνω θέματος κατὰ παράβασιν τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τοῦ Συντάγματος καὶ τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων.
Τὶ μποροῦν νὰ κάνουν οἱ Ἕλληνες πολῖτες, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὰ δικαιώματά τους ἔναντι τῶν συγκεκριμένων κινδύνων ποὺ ἀντιμετωπίζουν ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῶν κρατικῶν Ὑπηρεσιῶν γιὰ ἀντικατάσταση τῶν ταὐτοτήτων καὶ τὴν χρήση τοῦ προσωπικοῦ αριθμοῦ;
Ἡ ἀπάντηση ἐπὶ τοῦ ἐρωτήματος συναρτᾶται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τοῦ δικαιώματος. Δικαίωμα σημαίνει ὅτι ἕνας τομέας τῆς νομοθεσίας, φερ’ εἰπεῖν τὸ Σύνταγμα ἢ καὶ οἱ συνθῆκες τῆς ΕΕ ἀναγνωρίζουν στοὺς πολῖτες κάποιο προνόμιο καὶ ὁ δικαιοῦχος ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔχει τὴν
βούληση νὰ τὸ ἀσκήσει, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ ἀσκεῖ καὶ ἐμπράκτως. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ πολῖτες δύνανται καὶ βεβαίως δικαιοῦνται, νὰ ἀπαιτοῦν ἔναντι τοῦ κράτους τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ καὶ τὴν προστασία τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως (καὶ τοῦ συναφοῦς δικαιώματός τους ἀντιρρήσεως γιὰ λόγους συνειδήσεως), ὡς βασικοῦ στοιχείου τῆς ἰδίας τῆς προσωπικότητός τους καὶ τῆς ἀνθρωπίνης τους ἀξίας, μηδόλως ἀνεχόμενοι τὴν λήψη καὶ ἐπεξεργασία τῶν βιομετρικῶν προσωπικῶν τους δεδομένων γιὰ τὴν ταὐτοποίησή τους οὔτε φυσικὰ τὴν καθ’ οἱονδήποτε τρόπο καταστρατήγηση τοῦ νομικοῦ κεκτημένου καὶ τῶν ρητῶν προνοιῶν τοῦ νόμου 1988/1991. Εἶναι ξεκάθαρο βάσει τοῦ Συντάγματος, τῆς ἐθνικῆς νομοθεσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς νομοθεσίας τῆς ΕΕ, ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προβεῖ στὴν ἐπεξεργασία προσωπικῶν καὶ δὴ βιομετρικῶν δεδομένων τοῦ πολίτη, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς δηλώνει ὅτι ἀρνεῖται νὰ παράσχει προηγουμένως τὴν συναίνεσή του. Πρόκειται, συνεπῶς, περὶ ζητήματος προσωπικῆς ἐπιλογῆς καὶ ἀποφάσεως τοῦ καθενός μας.
κ. Παπασωτηρίου, σας ευχαριστώ θερμά!
