Κάποιες φορές το ξεχνάς. Τρέχεις, δουλεύεις, τσακώνεσαι με το αφεντικό, παλεύεις με τη μέρα. Και το “σπίτι” σου, όχι το κτίριο, αλλά οι άνθρωποι μέσα του, μένει πίσω. Σου στέλνουν ένα βλέμμα, μια κουβέντα, ένα «τι έχεις;», κι εσύ απαντάς κοφτά, κουρασμένα, ίσα που να τους κόψεις τη φόρα.
Δεν το κάνεις από κακία. Το κάνεις γιατί σε έφαγε η ζωή. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν πρέπει να τους ξεσπάς. Αυτοί είναι το λιμάνι σου. Κι αν το λιμάνι μαραθεί, τότε ούτε καράβι θα ‘χεις, ούτε προορισμό. Μην αφήνεις τη ρουτίνα να σου κάνει τους δικούς σου ξένους. Πες ένα "ευχαριστώ", ένα "σ’ αγαπώ", ένα "έλα να σε πάρω μια αγκαλιά". Δεν είναι ντροπή. Αντιθέτως. Είναι το μόνο που μένει όταν όλα τα υπόλοιπα φύγουν.
Και μην περιμένεις “κατάλληλη στιγμή”. Κάποιες φορές, η κατάλληλη στιγμή είναι τώρα — πριν φύγεις για δουλειά, πριν μπεις στο αμάξι, πριν πέσεις για ύπνο. Ένα βλέμμα, μια λέξη. Αυτά γράφουν την ιστορία της ζωής σου. Φρόντισε το “σπίτι” σου. Όχι τα ντουβάρια. Τις ψυχές που ζεσταίνουν αυτόν τον χώρο.