Κάποτε, πριν τα κινητά, πριν το διαδίκτυο και πριν τα παιχνίδια γίνουν υπόθεση του σπιτιού, υπήρχε μια μικρή στοά στη μέση της γειτονιάς. Μια στοά που μύριζε τσίχλα με κανέλα, τηγανητά κουλούρια και υγρό καθαριστικό στο πάτωμα. Εκεί μέσα, πίσω από μια συρόμενη πόρτα που έτριζε, ζούσε ένας μικρός κόσμος όλο φως, ήχους και παιδικά όνειρα.
Δεν υπήρχε παιδί που να μην την ήξερε. Το μέρος είχε τεράστιες οθόνες που φώτιζαν τα πρόσωπα, μονάδες κερμάτων που έκαναν χαρακτηριστικό «κλινκ» και παίκτες που έρχονταν με λίγα κέρματα στην τσέπη αλλά με άπειρη δίψα να «περάσουν την πίστα».
Ο κύριος που είχε το μαγαζί ήταν πάντα με ένα χαμηλό βλέμμα και ένα χαμόγελο που δήλωνε πως έχει δει τα πάντα. Καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα στη γωνία, με ανοιχτή εφημερίδα, αλλά ποτέ δεν έχανε τι γινόταν στο χώρο. Οι φωνές, τα πανηγύρια, οι στεναχώριες όταν κάποιος «έχανε στις τρεις τελευταίες ζωές» ήταν τα καθημερινά του.
Τα παιδιά έκαναν ουρά για τα αγαπημένα «ηλεκτρονικά». Και δεν είχαν όλα το ίδιο κύρος. Κάποια ήταν «απλά καλά». Κάποια ήταν «για τους δυνατούς». Και υπήρχαν και εκείνα που «αν τα έπαιζες καλά, σε κοιτούσαν όλοι». Ήταν και οι φιλίες που χτίζονταν εκεί μέσα. Φιλίες που δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Μόνο μια κίνηση: να δώσεις το δικό σου τελευταίο κέρμα σε κάποιον άλλον για «μια ακόμα προσπάθεια». Εκείνη η κίνηση ήταν ένας μικρός όρκος.
Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις στοές έχουν χαθεί. Οι μηχανές έσβησαν, οι φωνές χάθηκαν και οι συρόμενες πόρτες αντικαταστάθηκαν από καφέ, μίνι μάρκετ ή απλά εγκατάλειψη. Αλλά για όσους πρόλαβαν, εκείνη η στοά δεν ήταν απλώς μαγαζί. Ήταν ένα μέρος όπου ο κόσμος γινόταν λίγο πιο μαγικός. Ένα δωμάτιο όπου οι ήρωες γεννιούνταν με δύο κουμπιά και μια μανιβέλα.
Και η ανάμνηση μένει. Όχι σαν κάτι που πέρασε. Αλλά σαν κάτι που ζει ακόμα, κάπου μέσα μας. Κάθε φορά που ακούμε τον ήχο από ένα κέρμα που πέφτει.
